τοσόνδ'

τοσόνδ'
τοσόνδε , τοσόσδε
sufficient
masc acc sg
τοσόνδε , τοσόσδε
sufficient
neut acc sg
τοσόνδε , τοσόσδε
sufficient
neut nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγεθουργία — μεγεθουργία, ἡ (Α) η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός] …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”